υπερθερμασία

υπερθερμασία
η / ὑπερθερμασία, ΝΑ, και ιων. τ. ὑπερθερμασίη Α [ὑπερθερμαίνω]
πολύ υψηλός πυρετός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερθερμασίης — ὑπερθερμασία immoderate warming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερθερμία — η η ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τους 37 βαθμούς (δηλ. πάνω από το φυσιολογικό όριο), υπερθερμασία, πολύ ψηλός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”